ελιξίριο

ελιξίριο
το
(λ. αραβ.)
1. φαρμακευτικό παρασκεύασμα των αλχημιστών, που είχε δήθεν θαυματουργικές ιδιότητες, φάρμακο θαυματουργό.
2. (φαρμ.), υγρό φάρμακο που γίνεται με διάλυση μιας ή περισσότερων ουσιών σε οινόπνευμα, είδος εκχυλίσματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελιξίριο μακροζωίας — Παρασκεύασμα των αλχημιστών, που υποτίθεται ότι είχε θαυματουργές ιδιότητες και μπορούσε να παρατείνει την ανθρώπινη ζωή. Βλ. λ. αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ελιξήριο — και ελιξίριο, το 1. παρασκεύασμα τών αλχημιστών με θαυματουργές ιδιότητες («ελιξήριο τής ζωής») 2. φάρμακο, σιρόπι με ευχάριστη γεύση …   Dictionary of Greek

  • παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλχημεία — η (λ. αραβ.) 1. είδος χημείας του μεσαίωνα, που κύριο στόχο είχε να βρει τη λεγόμενη φιλοσοφική λίθο (ουσία για τη μετατροπή των αγενών μετάλλων σε χρυσό) και την πανάκεια (ελιξίριο για τις αρρώστιες και την παράταση της ζωής). 2. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”